"Your thoughts, with my hearts bloody tatters, I'll mock again; Impudent and caustic, I'll jeer to superfluity.."

25.5.10

Ρεμπέτες: Τσιλιαδόροι στον τεκέ της κοινωνίας ή Όταν, στις ρωγμές της ιστορίας, το περιθώριο γίνεται επίκεντρο.



Πολλοί πιστεύουν ότι το ρεμπέτικο πέθανε "όπως το ψάρι, όταν βγει απ' το νερό". Τι συμβαίνει όμως στα υπόλοιπα ψάρια, όταν τα νερά θολώνουν πάλι; Η έκφραση δυσφορίας μιας κοινωνίας ανθρώπων που περιθωριοποιούνται, ευνουχίζεται δια της περιέξεως κι απλά πεθαίνει, όταν οι συνθήκες που τη δημιουργούν συντηρούνται;


Τον τελευταίο καιρό, σε μια περίοδο που παγκόσμια παρατηρείται μια προσπάθεια ευνουχισμού της "λαϊκής" αντίδρασης -ή εξουδετέρωσή της- με μεθόδους άλλοτε εμφανείς, όπως η άμεση καταστολή και άλλοτε δια της περιέξεως -γνωστή φτηνή, ασφαλής κι αναίμακτη τακτική-, επιστρέφω, ολοένα και περισσότερο, σε ρεμπέτικα τραγούδια..

Ρίτα Αμπατζή, Το παιχνίδι του Αμερικάνου (1936)
Όταν με δεις και το φορώ, στραβά βρε το καπέλο/ να ξέρεις πως επέτυχε, το κόλπο όπου θέλω/ τρεις μέρες βασανίζομαι, με τον αμερικάνο/ για να του στήσω μηχανή αμάν, το κόλπο να του κάνω/ με τα λιμά τον έμπλεξα, στο πόκερ στη πασέτζα/ κι όλο το χτένι δούλευε αμάν, στη ζούλα στη σκαλέτα/ στον άσσο τρία μου 'λεγε, και δέκα στο πεντάρι/ και πάντα τέρτσος έβγαινε, όπου κι αν με ποντάρει/γειά σου ρίτα!/ μα το κορόιδο μπάνισε, τον τύλιξα στα ζάρια/ εκεί του τα καθάρισα, μάνα ωχ, όλα του τα δολάρια./ Ώπα ψοφάω για δολάρια.



Σωτηρία Μπέλλου, Με πήρε το ξημέρωμα στους δρόμους (1950)
Με πήρε το ξημέρωμα στους δρόμους, να σκέφτομαι και να παραμιλώ/ καρδούλα πώς άντεξες τους πόνους, που μ' έχουν καταντήσει πια τρελό/ Μια λέξη απ' το στόμα μου δε βγαίνει, γιατί έφυγε και τούτη η βραδιά/ λες και την καταδίκη μου να φέρει, η μέρα που 'ρχεται μες στην καρδιά/ Με πήρε το ξημέρωμα στους δρόμους, ανθρώπινο κουρέλι τριγυρνώ/ καρδούλα μου πώς άντεξες τους πόνους, με τις φουρτούνες τούτες που περνώ.

Στέλιος Καζαντζίδης, Ο χάρος (1953)
Βγήκε ο χάρος να ψαρέψει με τ αγκίστρι του ψυχές/ και γυρεύει πληγωμένους, δυστυχείς και πονεμένους/ μεσ' τις φτωχογειτονιές/ βγήκε ο χάρος για ψυχές./Βρε κορμιά βασανισμένα πιάστ' απόψε τα στενά/ να μας βρεί κι εμάς ο χάρος που της γης δίνουμε βάρος/ να σωθούμε απ' τον βραχνά/ Πιάστε απόψε τα στενά/ Με την μαύρη την σφεντόνα στρίβει ο χάρος στη γωνιά/ Για πιαστείτε χέρι-χέρι να του στήσουμε καρτέρι/ κι όποιον πάρει η σφεντονιά/ στρίβει ο χάρος στη γωνιά.



Σωτηρία Μπέλλου- Βασίλης Τσιτσάνης, Κάνε λιγάκι υπομονή (1948)
Μην απελπίζεσαι και δε θ' αργήσει/ κοντά σου θα 'ρθει μια χαραυγή/ καινούργια αγάπη να σου ζητήσει/ κάνε λιγάκι υπομονή/ Διώξε τα σύννεφα απ' την καρδιά σου/ και μες το κλάμα μην ξαγρυπνάς/ τι κι αν δε βρίσκεται στην αγκαλιά σου/ θα 'ρθει μια μέρα μην το ξεχνάς/ Γλυκοχαράματα θα σε ξυπνήσει/ και ο έρωτας σας θ' αναστηθεί/ καινούργια αγάπη θα ξαναρχίσει/ κάνε λιγάκι υπομονή.

 

"Tα ρεμπέτικα είναι μικρά απλά τραγούδια που τραγουδάνε απλοί άνθρωποι" έγραφε ο Ηλίας Πετρόπουλος (1928- 2003) στο βιβλίο του "Pεμπέτικα τραγούδια" (1968). Εξαιτίας της ενασχόλησής του με τραγούδια που εξέφραζαν αντιλήψεις ατόμων που χαρακτηρίστηκαν περιθωριακά, ο Πετρόπουλος λογοκρίθηκε και καταδικάστηκε τέσσερις φορές από τα ελληνικά δικαστήρια για τον αναρχικό, μηδενιστικό χαρακτήρα των γραπτών του. Για το βιβλίο του Τα ρεμπέτικα τραγούδια, που δεν έφερε σφραγίδα λογοκρισίας, η χούντα τον καταδίκασε σε πεντάμηνη φυλάκιση το 1968, όπως και για τα Καλιαρντά το 1972 και για το κείμενό του Σώμα, που δημοσίευσε στο περιοδικό Τραμ. Το 1972 διεκδίκησε και πέτυχε να αποκτήσει αστυνομική ταυτότητα η οποία ανέγραφε στο θρήσκευμα «άθεος». Μέχρι το 1998 —δηλαδή για πάνω από 25 χρόνια και μέχρι τα 70 του— εκκρεμούσε εναντίον του καταδίκη σε φυλάκιση για προσβολή της θρησκείας. Κουρασμένος από το κυνηγητό και απογοητευμένος, μετακόμισε στο Παρίσι το 1975, από όπου συνέχισε ασταμάτητα να γράφει βιβλία για την Ελλάδα. Το ενδιαφέρον του, παρέμεινε στραμμένο στο περιθώριο. ''Ότι βλάπτει την τάξη συντείνει στην γαλήνη μου'' έγραφε..

 

Ρίτα Αμπατζή, Καλόγρια (1937)
Βαρέθηκα τον κόσμο πια, καλόγρια θα γίνω/ κι απάνω σε ψηλό βουνό, μονάχη μου θα μείνω/ στα μαυρα το κορμάκι μου, για πάντα θα το ντύσω/ τη φλόγα που χω στην καρδια, ψεύτη ντουνιά, ίσως και τηνε σβήσω/ άιντα, ώ λαλά/ καλόγρια θε να γενώ, να μπω σε μοναστήρι/ και θ' αρνηθώ για πάντα πια, ψεύτη ντουνιά, πόρτα και παραθύρι/ θα πα να βρω ηγούμενη, να μοιάζει σαν και μένα/ να κλέβω γω για κείνηνε, κι εκείνη για τα μένα.

Γιώργος Μπάτης, Τούτ' οι μπάτσοι που ρθαν τώρα (1934)
(κακούργα μάνα!)/ τούτοι οι μπάτσοι που 'ρθαν τώρα βρε, τι γυρεύουν τέτοια ώρα/ ήρθανε να μας ρεστάρουν βρε, και τα ζάρια να μας πάρουν/ και μας ψάξανε για ζάρια ρε, και μας βρίσκουν δυο ζευγάρια/ παίζω ζάρια και κερδίζω και την κόκα θα τοκίζω/ έρχομαι τον φράχτη-φράχτη και με βρίσκω μ ένα ναύτη.

 

"Αν και κατ' αρχήν ερωτικά, τα ρεμπέτικα είναι στο βάθος μάλλον κοινωνικού περιεχομένου τραγούδια" συνεχίζει ο Πετρόπουλος.



Ζωή είν' αυτή ζωίτσα μου, Ρίτα Αμπατζή (1933)
Tη δυστυχή αυτή χρονιά, που έχει κρίση στον ντουνιά/ απόμεινα δίχως στερνό και τώρα πως θα παντρευτώ?/ ζωή είν αυτή ζωίτσα μου, και βάσανα μανίτσα μου/ Δίχως παρά, δίχως λεφτά και στο κεφάλι μου σεβντά/ Πάνε τα χρόνια τα παλιά, που κέρδιζα κι είχα δουλειά/ δερβίσικα που ζούσαμε, τα τάλιρα πετούσαμε/ .... με δίχως φράγκο απόμεινα/ Ντέρτ' έχω στο κεφάλι μου, τι θα γενεί το χάλι μου/ Όταν αλλάζει ο καιρός, μα σαν γυρίσει κι ο τροχός/ κι έρχονται πάλι τα παλιά, θα χω τα χίλια τα καλά/ Πάλι θα γίνω γκουβαρντάς/ και τι θα γίνω μη ρωτάς/ Δέκα φορές θα παντρευτώ, και μέρα νύχτα θα γλεντώ.



Ρόζα Εσκενάζυ, Κόσμε καθώς σε γνώρισα (1933)
Αμαν, ωχ αμάν, κόσμε καθώς σε γνώρισα αχ αμάν αμάν δεν είδα τη χαρά σου/ αμάν αμάν γιατί σε μένα τά δωσες, αμάν τά δωσες όλα τα βάσανά σου.

Ρόζα Εσκενάζυ, Η τύχη μου με δίκασε
Η τύχη μου με δίκασε να ζω βασανισμένα/ (Αχ Ροζίτα μου μ έφαγες)/ Ποτές μου δεν εγέλασε τα χείλη μου και μένα.



Ρόζα Εσκενάζυ, Έβγα ψυχή μου απ' το κορμί (1936)
Έβγα ψυχή απ´ το κορμί και μη με βασανίζεις, όλα για σε χαθήκανε τίποτα μην ελπίζεις.



Ρόζα Εσκενάζυ, Ντουνιά πως με κατάντησες (1933)
Ντουνιά πως μ' κατάντησες όλο κακία είσαι,/ (Γειά σου κοντούλη μου)/ πριν να χαρώ τα νιάτα μου, μου λες τα μάτια κλείσε/ (Γειά σου ροζίτσα μου αηδόνι και μερακλού).

 

Παπαγκίκα Μαρίκα, Γιάφ- γιούφ (1928)

Στη φυλακή με βάλανε στο νούμερο το ένα/ κι αδίκως με δικάσανε γιατί αγαπώ εσένα/ Γιαφ γιουφ δε σε θέλω πια/ δε σε θέλω μην περνάς/ Τράβα μάγκα στη δουλειά σου/ γιατί θα 'βρεις τον μπελά σου/ με εκείνη με εκείνη που αγαπάς/ Τράβα μάγκα στη δουλειά σου/ γιατί θα 'βρεις τον μπελά σου/ γιατί μου 'γινες μπελάς/ Στη φυλακή με βάλανε στο νούμερο το πέντε/ κι αδίκως με δικάσανε χρονάκια δεκαπέντε/ Γιαφ γιουφ δε σε θέλω πια/ δε σε θέλω μην περνάς (δις)/ Τράβα μάγκα στη δουλειά σου/ γιατί θα 'βρεις τον μπελά σου/ με εκείνη με εκείνη που αγαπάς/ Τράβα μάγκα στη δουλειά σου/ γιατί θα 'βρεις τον μπελά σου/ γιατί μου 'γινες μπελάς/ πορτοκαλιά εφύτεψα στην φυλακή σαν μπήκα/ και πορτοκάλια έφαγα/ κι ακόμα δεν εβγήκα/ Γιαφ γιουφ δε σε θέλω πια/ δε σε θέλω μην περνάς/ Τράβα μάγκα στη δουλειά σου/ γιατί θα 'βρεις τον μπελά σου/ με εκείνη με εκείνη που αγαπάς/ Τράβα μάγκα στη δουλειά σου/ γιατί θα 'βρεις τον μπελά σου/ το ξύλο που θα φας/ Κρασί χασίσι και σεβντάς με κάναν να χτικιάσω/ 22 χρονών παιδί τα νιάτα μου να χάσω/ Γιαφ γιουφ δε σε θέλω πια/ δε σε θέλω μην περνάς/ Τράβα μάγκα στη δουλειά σου/ γιατί θα 'βρεις τον μπελά σου/ με εκείνη με εκείνη που αγαπάς/ Τράβα μάγκα στη δουλειά σου/ γιατί θα 'βρεις τον μπελά σου/ το ξύλο που θα φας.

 

Στους ρεμπέτες του Πετρόπουλου, περιλαμβάνονται οι αλήτες και οι αλήτισσες, οι μάγκες, οι νταήδες, οι πόρνες, τα αλάνια, οι αλανιάρες, οι μόρτηδες και οι μόρτισσες, οι βλάμηδες (-ίσσες), οι ασίκηδες, οι χασικλήδες (-ούδες), τα κουτσαβάκια που συχνάζανε σε λιμάνια, σε μάντρες, σε καφέ-αμάν και σε τεκέδες. Δεν ξέρω με ποιόν τρόπο γίνεται συνήθως αντιληπτός, ο βαθύς όρος "άνθρωποι απλοί" που χρησιμοποιεί ο Πετρόπουλος. Όσοι ζήσανε ρεμπέτικα, ήταν άνθρωποι που ζήσαν έξω από τις αποδεκτές κοινωνικές φόρμες: οι άντρες κι οι γυναίκες δεν υποτάχθηκαν σε μικροαστικούς καθωσπρεπισμούς, μισούσαν θανάσιμα τα όργανα της εξουσίας, δεν παντρεύοταν, κάπνιζαν χασίς, ντύνονταν με συγκεκριμένο στυλ, δεν κράταγαν ποτέ ομπρέλα, προχωρούσαν με συγκεκριμένο βάδισμα και εμπιστευόταν ανθρώπους μόνο του δικού τους συναφιού. Ήταν οι άνθρωποι εκείνοι που οι αστοί κι οι μικροαστοί της εποχής τους, απομόνωναν με ηθικολογικά τείχη, ενώ η αστυνομία κυνηγούσε ανηλεώς.
Από το κοινωνικό περιθώριο που τους είχε επιβληθεί όμως, οι άνθρωποι αυτοί, βρήκαν διέξοδο στη μουσική και διασκέδαζαν την απομόνωσή τους. Ως μουσικό είδος, τα ρεμπέτικα ρίζωσαν έτσι σε πολύ συγκεκριμένες συνθήκες και ήταν τραγούδια "επαναστατικά" με την ευρύτερη, έννοια του όρου: περιέγραφαν άμεσα ή έμμεσα τις αλλαγές, την κοινωνική αδικία, την ίδια τη ζωή. Παρότι γράφονταν στο περιθώριο της κοινωνίας, αποτελούν μια από τις καλύτερες περιγραφές των αντιθέσεων αλλά και των αλλαγών της: αποδίδουν μοναδικά τη γεωπολιτική κόντρα της δύσης και της ανατολής, μέσα και έξω από την Ελλάδα, για την κυριαρχία της αυξομειούμενης "ελληνικής σκηνής", μουσικής (με τις οπερέτες να ανταγωνίζονται τους αμανέδες), γεωγραφικής (με τις αυξομειώσεις των συνόρων κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων, αλλά και την Μικρασιατική καταστροφή), κοινωνικο-οικονομικής (με τον αστικό αποκλεισμό και την περιθωριοποίηση των προσφύγων, των λαικών και των αλητών -δηλαδή των γυναικών που αντιδρούσαν στον πουριτανισμό, των ομοφυλόφιλων, των διαζευγμένων ανεξαρτήτως φύλου, των πόρνεων, των φυλακισμένων) και της πολιτικής (με συνεχείς πολέμους και πολιτική αστάθεια -δικτατορία, βασιλεία που δίωκαν ασταμάτητα πάσης φύσεως συμμορίτες-).

 

Ρόζα Εσκενάζυ, Λιλή η σκανταλιάρα (1931)
Δε με μέλλει εμένα αν είσαι αλάνι απ' τον Κοπανά/ και τον ντούρο βρε μάγκα μη μου κάνεις και με φοβερνάς/ Γιατί είμαι εγώ η αλανιάρα, η Λιλή η πρώτη σκανταλιάρα/ που δε δίνω γρόσι για τους μάγκες/ και δεν τρώγω τρίχες ματσαράγκες/ Βρε αλάνι να φύγεις από μένα κοίταξε κι αλλού/ μην πλερώσεις βρε μόρτη τα σπασμένα κι είμαι μπελαλού/ Και δε φοβούμαι τα μαχαίρια τα νταήδικά σου τα μπεγλέρια/ και νταμίρα όσο κι αν φουμάρεις βρε αλάνι δε θα με τουμπάρεις/ Μη σε μέλλει αν είμαι απ' τον Περαία ή απ' την Κοκκινιά/ κι αν μεθάω και κάνω εγώ παρέα με όλο τον ντουνιά/ Εγώ είμαι εκείνη η αλανιάρα, η Λιλή η πρώτη σκανταλιάρα/ που δε δίνω γρόσι για του μάγκες και δεν τρώγω τρίχες ματσαράγκες.


Πέτρος Κυριακός, Το λεξικό του μάγκα (1932)
Κεσάτια μωρέ βλάμη κι άμα δεν έχει δουλειά, δεν έχει αλισβερίσι/ -Τι θα πει αλισβερίσι/ -Καλαμπαλίκι μωρ αδερφέ/ -Μας φώτισες/ -Ε άμα δεν αντίζεσαι τα σέα και τα μέα, γίνου λαγός και πούλευε/ -Μα τι γλώσσα είναι αυτή/ -Αυτή αδερφέ μου είναι το ησπεράλντο, το λεξικό του μάγκα/ κι από ενθάδε κι εμπρός όλη η Ελλάδα θα ξηγιέται μ αυτό το βιολί/ Και τώρα δώσε βάση για να φωτιστείς, να μη μείνεις στραβός:/ Τις κυράδες λέω γοργόνες, και τους φίλους νταβατζήδες/ Τα κορίτσα λέω τρυγόνες, τα μαστούρια τσαμπουκαλήδες/ Το μηδέν το λέω τρίχες και το δάνειο λέω τράκα/ Το εννόησες, λέω, μπήκες και τους τικιτάνγκ Mαρίκες/ Ξέρω κι άλλα, αλλά στρι και κόβω ρόδα και σας κάνω τη κορόιδα/ Σπλάχνο λέω τη γκόμενά μου και τη μάνα μου γριά μου/ Το παρλάν λέω oμιλώντα, το παλτό Επαμεινώντα/ Λέω τον πλούτο μπερεκέτι και την πιάτσα λέω κουρμπέτι/ Το απών το λέω ερήμη, τ ακακαΐδι καρντερίμι/ Ξέρω κι άλλα αλλά δεν τα σκάω μύτη και πουλεύω σαν σπουργίτι/ Τον καπνό τον λέω ντουμάνι, τον γιατρό τον λέω αλμπάνη/ Την κουβέντα λέω λίμα, τη στενή την λέω τμήμα/ Το σιλάνς το λέω μόκο, τα ψιλά τα λέω μπαγιόκο/ Τον καθρέφτη μπανιστήρι, το συνωστισμό κολλητήρι/ Ξέρω κι άλλα από τέτοια φίνα, μάτσα και σας κάνω την μπεκάτσα/ Τα μεράκια λέω νταλκάδες, τους κουτούς τους λέω χαλβάδες/ Το θυμό τσαμπουκαλίκι, την αναποδιά μανίκι/ Τη γιορτή καλαμπαλίκι, το κουράγιο ζοριλίκι/ Το μαχαίρι λέω λάσο και το τρώω μπουζουριάζω/ Τώρα πάω μονάχα σκάβω κερκινάδες κι απολάω σαπουνάδες/ Τώρα πάω μονάχα σκάβω πατινάδα κι απολάω σαπουνάδα/ Το ψωμί το λέω μπανιόκα και τη φτώχια λέω μουρμούρα/ Την αλλήθωρη σορόκα και τη μπάζα λωβητούρα/ Τους αθλητάς λέω μπεμπέδες, τους προσκόπους πιτσιρίκια/ Τους δαντήδες κουραμπιέδες και τα γλέντια μερακλίκια/ Τώρα στρίβω και τραβάω στη γειτονιά μου, να μην έβρω τον μπελά μου.

Μάρκος Βαμβακάρης, Τραγιάσκες (1934)
Και οι γκόμενες φορέσανε τραγιάσκες/ Και στους δρόμους τριγυρνούν και κάνουν τσάρκες/ Βλέπεις γκόμενα τραγιάσκα να φοράει/ Και σαν μαγκίτης αβέρτα περπατάει/ Και οι γκόμενες αντρίκια κουσουμάρουν/ και με μάγκες τρέχουνε για να φουμάρουν/ Βλέπεις μάγκα μου ντερβίσικα κορίτσια/ Με ναζάκια με κολπάκια και καπρίτσια/ Βλέπω μια και μια ώρα την κοιτάζω/ Και σαν με βλέπει την τραγιάσκα κατεβάζω/ Τηνε φέρτε να της πω μωρ'αδερφάκι/ Ζούλα πάμε στον τεκέ για τσιμπουκάκι/ - Γειά σου Μάρκο ντερβίση/ Δεν μπορώ να καταλάβω ποιοί είν' οι μάγκες/ και οι κυρίες κουσουμάρουνε τραγιάσκες/ τί θα κάνουμε εμείς τα ντερβισάκια/ μας ζυγώνουν και μας πιάνουν τα μεράκια.

 

Μάρκος Βαμβακάρης, Το διαζύγιο (1935)
Σού δωσα διαζύγιο, τι θέλεις από μένα; / τώρα γυρίζεις και θα λες , τι μούχεις καμωμένα / τώρα γυρίζεις και όλο λες , τι μούχεις καμωμένα/ (Γειά σου ρε Μάρκο με τη ζωντανή σου πενιά/ Νωρίς σε στεφανώθηκα μες τον Άγιο Διονύση/ και σ’ έκανα νοικοκυρά και ποιος να σού μιλήσει;/ (Το 'φαγες κακούργα το παιδί)/ Eσύ μου την κοπάναγες και μου την αμολούσες/ το βράδυ τον Γιωργάκη σου το 'παιρνες και γλεντούσες/ (Γεια σου και σένα ρε Στράτο με το τζουρά σου)/ Έπρεπε να σε σκότωνα να κάνα τα μυαλά σου/ πάρε το διαζύγιο και τράβα στη δουλειά σου.

 

Μαρίκα Παπαγκίκα, Τι σε μέλει εσένανε (1951)
Τι σε μέλλει εσένανε από πού είμαι εγώ/ απ' το Καραντάσι φως μου ή απ' το Κορδελιό/ Τι σε μέλλει εσένανε κι όλο με ρωτάς/ από ποιο χωριό είμαι εγώ αφού δε μ' αγαπάς/ Απ' τον τόπο που είμαι εγώ ξέυρουν ν' αγαπούν/ ξεύρουν τον καημό να κρύβουν ξεύρουν να γλεντούν/ Τι σε μέλλει εσένανε κι όλο με ρωτάς/ από ποιο χωριό είμαι εγώ αφού δε μ' αγαπάς/ Τι σε μέλλει εσένανε κι όλο με ρωτάς/ αφού δε με λυπάσαι φως μου και με τυραγνάς/ Τι σε μέλλει εσένανε κι όλο με ρωτάς/ από ποιο χωριό είμαι εγώ αφού δε μ' αγαπάς/ Απ' τη Σμύρνη έρχομαι να βρω παρηγοριά/ να βρω μες στην Αθήνα μας αγάπη κι αγκαλιά/ Τι σε μέλλει εσένανε κι όλο με ρωτάς/ από ποιο χωριό είμαι εγώ αφού δε μ' αγαπάς.

 

Εξαιτίας του ανηλεούς κυνηγητού από την αστυνομία, οι απαρχές του ρεμπέτικου συνδέονται από νωρίς με τα τραγούδια των φυλακών (βλ. και Παπαδιαμάντη, Δάφνη, Καρκαβίτσα) που αναφέρονται κυρίως σε παραβατικές πράξεις και σε ερωτικές σχέσεις.
Για να γίνει αντιληπτό όμως και το είδος του κυνηγητού, θα αναφέρω ως παράδειγμα, τον Μήτσο Μπαϊρακτάρη, στρατιωτικό και έναν από τους πρώτους αστυνομικούς διευθυντές Αθηνών. Το 1893, όταν συστάθηκε η στρατιωτική αστυνομία, διορίσθηκε με τον βαθμό του ταγματάρχη αστυνομικός διευθυντής Αθηνών αφήνοντας αναμνήσεις από πλούσια σε αριθμό περιστατικά κατά τον διωγμό των τότε κουτσαβάκηδων του κέντρου της Αθήνας. Συνελάμβανε χωρίς στοιχεία τους τότε "γραφικούς παρανόμους" και τους εξευτέλιζε δημοσίως πριν τους φυλακίσει. Η δράση του αρχίζει το 1892, όταν η κυβέρνηση Τρικούπη αποφασίζει να δώσει ένα γερό πλήγμα στους κουτσαβάκηδες του Ψυρή και γενικά της Αθήνας. Ο Μπαϊρακτάρης, επικεφαλής μιας κουστωδίας επίλεκτων ευζώνων, εισέβαλε στις ταβέρνες και τα καφενεία, συνελάμβανε τους κουτσαβάκηδες και στη συνέχεια τους εξευτέλιζε: Τους συγκέντρωνε στο προαύλιο της αστυνομίας, δίπλα στην πλατεία Κλαυθμώνος, και με την απειλή του βούρδουλα τους ανάγκαζε να σπάσουν τα όπλα τους με σφυρί κι αμόνι. Όλα τα σπασμένα (μαχαίρια, γιαταγάνια, κάμες, πιστόλια, ρεβόλβερ) πουλιούνταν στο δημοπρατήριο για παλιοσίδερα. Μετά από τα όπλα, εξευτελίζονταν οι άνθρωποι. Ένας αρχάριος κουρέας τους έκοβε το δεξί μανίκι του σακακιού (μια και αυτό "δεν το χρειάζονταν", αφού φορούσαν μόνο το αριστερό μανίκι, καθώς έριχναν επάνω τους ανάριχτο το σακάκι), το ζωνάρι και τη μύτη των παπουτσιών τους, τα μουστάκια, και τις αφέλειες. Μετά απ' αυτό, οι πιο ζόρικοι στέλνονταν στις φυλακές και σε περίπτωση υποτροπής, τιμωρούνταν με το βαρύ βούρδουλα του σκληρού Μπαϊρακτάρη.
H λέξη ρεμπέτης-ισσα έχει κατά καιρούς επιδεχθεί ποικίλες ερμηνείες κι έχει ταυτιστεί με διάφορες κοινωνικές ομάδες. Στην ελληνική, ρεμπέτηδες όπως είδαμε όμως ήταν οι απείθαρχοι, ή οι παράνομοι. Ενδιαφέρον έχει επίσης να πούμε εδώ ότι στην τουρκική γλώσσα ρεμπέτ ονομάζεται ο ανυπότακτος, στη σερβική είναι ο αντάρτης..



Α. Κοστής, Αδυνάτισα ο καημένος (1931)
Αδυνάτισα ο καημένος απ' το ξύλο το πολύ/ που ‘φαγα στο δέκα δύο βρε απ' την χωροφυλακή/ αδυνάτισα ο καημένος βρε απ' το ξύλο το πολύ/ που ‘φαγα στο δέκα δύο βρε απ' την χωροφυλακή/ Σαν η μάπα μου θα στρώσει και θα γίνω πάλε φίνος/ θα μασάω απ' το τσαντάκι βρε δυφραγκάκι δυφραγκάκι/ σαν η μάπα μου θα στρώσει και θα γίνω πάλε φίνος/ θα μασάω απ' το τσαντάκι βρε διφραγκάκι δυφραγκάκι/ θα μασάω απ' το τσαντάκι βρε κοσαράκι κοσαράκι/ Μια της Βιόλας δυο της Βιόλας βρε μπαίνω στο τζαρδί της Λόλας/ και της σκάω το παραμύθι βρε το κουκί και το ρεβίθι/ μια της Βιόλας δυο της Βιόλας βρε μπαίνω στο τζαρδί της Λόλας/ και της σκάω το παραμύθι βρε το κουκί και το ρεβίθι/ Τη ζητάω για τσιγάρα και άλλα πεντακόσια χώρια/ κι άλλες τετρακόσες βάλε βρε να μου φύγει η στενοχώρια/ τη ζητάω για τσιγάρα και άλλα πεντακόσια χώρια/ κι άλλες τετρακόσες βάλε βρε να μου φύγει η στενοχώρια.



Μάρκος Βαμβακάρης, Αντιλαλούν οι φυλακές (1936)
Αντιλαλούν οι φυλακές/ το Μπούρτζι κι ο Γεντί Κουλές/ Αντιλαλούν δυό σύρματα Συγγρού και Παραπήγματα/ Αν είσαι μάνα και πονείς, έλα στη δίκη να με δείς/ Έλα πριν με δικάσουνε, κλάψε να μ' απαλλάξουνε/ Το σκότος και η φυλακή, είναι μεγάλο νταχτιρντί.

Γιώργος Μπάτης, Φυλακές του Ορωπού (1935)
(Ελλάς τα μεγαλεία σου μωρό μου!)/ Στ' Ορωπό καλ' την περνάμε φίνα, πιο καλά κι απ' την Αθήνα/ τρίτη πέμπτη μακαρόνια μα ο μάγκας βγάζει χρόνια/ και την κυριακή το κρέας, τζάμπα είναι κι ο κουρέας/ (πες μας τώρα και τα ζοριλίκια του θαλάμου) εις το πρώτο με (είν) το καρμαλίκι, εις το δεύτερο το μαστουρλίκι/ και το τρίτο βγαιν' το νταηλίκι και στο τέταρτο ωχ το ζοριλίκι/ και στο πέμπτο ανδροπορεία και στο έκτο όλ' η σκευωρία/ και στο έβδομο οι ντεκετζήδες και εις το όγδοο όλοι οι ασελήδες/ Και στο νούμερο το δέκα την αμολάνε όλοι οι αβέρτα.

Επειδή ακριβώς τα ρεμπέτικα συνδέθηκαν με την παρανομία και το περιθώριο, από το 1936 αρχίζουν να λογοκρίνονται (πχ το τραγούδι του Τούντα, "Βαρβάρα"). Το 1937 επιβάλλεται από το καθεστώς του Μεταξά γενικευμένη λογοκρισία: «Σήμερα, μεσ' την προσπάθεια του νέου Κράτους για την πνευματική εξύψωσι του λαού, κάθε μουσικό κομμάτι, κάθε τραγούδι, θα ακουσθή πρώτα από μια ειδική επιτροπή (εξαμελή) κι έπειτα θα κυκλοφορήση. Οι τέσσερις πρώτοι ελέγχουν τη μουσική που πρέπει νά ναι μακρυά απ' τον αμανέ και κάθε ασιατική επίδραση, οι δύο τελευταίοι τους στίχους. Καμμιά ασχήμια, καμμιά ανηθικότης δεν μπορεί να κυκλοφορήση πιά» (Κώστα Βλησίδη, «Σπάνια κείμενα για το ρεμπέτικο», εκδ. Εικοστού Πρώτου).
Αυτή είναι η κατάσταση στο εσωτερικό της Ελλάδας, λίγες μέρες πριν από την κήρυξη του πολέμου. Το ρεμπέτικο (αν και καλύτερα, όπως γίνεται ξεκάθαρο, ότι αντιπροσώπευε) ήταν συνώνυμο της πανούκλας και κανείς δεν μπορούσε να το ακούσει "νόμιμα". Όσοι το τραγουδούσαν ήταν ή αλήτες ή πόρνες και ναρκωμανείς. Ενώ αγαπιέται, κυνηγιέται, με αγαθό σκοπό την πνευματική ανύψωση του λαού... Την επαναφορά, δηλαδή, όσων έκαναν ζωή "ρεμπέτικη" στις "καθωσπρέπει" κυρίαρχες αστικές φόρμες, ή, αν δεν γινόταν αυτό, την εξόντωσή τους. Έτσι η δισκογράφηση, αλλά και η δημόσια εκτέλεση ρεμπέτικων διώκονται από την αστυνομία και τη χωροφυλακή. Ακόμα και η εκτύπωση ενός τραγουδιού σε παρτιτούρα. Το να κυκλοφορεί κανείς με μπουζούκι στο χέρι είναι επιλήψιμο, ενώ το σαντούρι αντικαθίσταται από τη χαβάγια, πολιτική που συνεχίζει η κατοχική ψευτοκυβέρνηση με ακόμα μεγαλύτερη αυστηρότητα. Παρ' όλ' αυτά, οι ρεμπέτες δεν υστερούν σε ευαισθησία και είναι πράγματι εντυπωσιακή η αμεσότητα της αντίδρασης όσων δεν υπηρετούν στο μέτωπο. Μέσα στους έξι μήνες που μεσολαβούν ανάμεσα στην έναρξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου και την είσοδο των γερμανικών στρατευμάτων στην Αθήνα στις 27 Απριλίου 1941, καταφέρνουν να γράψουν και να ηχογραφήσουν αρκετά τραγούδια με πατριωτικό περιεχόμενο (ένας αρκετά μακρύς κατάλογος στο http://www.enet.gr/?i=issue.el.home&date=25/10/2009&id=94892 ).
Τραγούδια γράφονται και κατά τη διάρκεια της κατοχής δεν περνάνε όμως στη δισκογραφία γιατί τα εργοστάσια παραμένουν κλειστά μέχρι το 1946. Έτσι δεν αναμεταδίδονται ποτέ και στα ραδιόφωνα όλων κυριαρχεί η Βέμπο. Παρ' όλα αυτά, σε όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 40, το ρεμπέτικο βρίσκει απήχηση σε όλο και μεγαλύτερα στρώματα του πληθυσμού. Η μεγάλη απήχησή του έχει ως αποτέλεσμα τη συγγραφή νέων τραγουδιών που επέκτειναν τη θεματολογία του, ενώ παράλληλα άλλαζαν και οι χώροι στους οποίους παιζόταν. Ένας νέος τρόπος ευνουχισμού εμφανίζεται: δια της περιέξεως... Ο όρος ρεμπέτης, έρχεται στο προσκήνιο για να αλλοιωθεί σε "αρχοντορεμπέτης" ώστε να χαρακτηρίζει πια όσους απλά παίζαν μουσική, γλεντούσαν ή ξενυχτούσαν. Οι αναφορές στο χασίσι, στους τεκέδες και στους ναργιλέδες φυσικά εκλείπουν. Κάποια παλιά ονόματα καταφέρνουν να επιβιώσουν, όμως οι περισσότεροι παλιοί ρεμπέτες μένουν στο περιθώριο. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής πεθαίνουν αρκετοί Σμυρνιοί συνθέτες, οι άλλοι όμως, του πειραιώτικου, είναι εν ζωή και με δυσκολία προσπαθούν να συντηρήσουν τους εαυτούς τους.
Ο Χατζηδάκις γράφει για το ρεμπέτικο της περιόδου: "Κι ήταν ακόμα τότε, όχι ακριβώς παράνομα ή ρητά απαγορευμένα απ’ την αστυνομία, πάντως αντικείμενο βαθύτατου φόβου, αν όχι μίσους όλων εκείνων των αντιδραστικών και διπλοκουμπωμένων αστών που δεν έχασαν καιρό, αμέσως μετά την απελευθέρωση, κι ακόμα περισσότερο κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου, ν’ ανασυνταχθούν και να προβάλουν τον εαυτό τους σαν το νόμιμο και μοναδικό κριτή της συμπεριφοράς του κοινωνικού συνόλου. Βέβαια, ακόμα κι αυτοί, μετά την τραυματική εμπειρία της Κατοχής, ντρεπόντουσαν τώρα λίγο για τα τανγκό που τραγουδούσαν άλλοτε. Γι’ αυτό παράλληλα με τα εγγλέζικα και τ’ αμερικάνικα τραγούδια που έγιναν αμέσως της μόδας -και που μιμήθηκαν βεβαίως οι περισσότεροι συνθέτες- επιδιώχτηκε από ορισμένους κύκλους να επιβληθεί το δημοτικό τραγούδι σαν το μόνο γνήσια ελληνικό. Η Φρειδερίκη και το Λύκειο Ελληνίδων οργάνωσαν αλλεπάλληλες εκδηλώσεις, μα τα ρεμπέτικα κέρδιζαν συνεχώς έδαφος κι αποχτούσαν όλο και περισσότερους θαυμαστές. Στον "υπόκοσμο" που τα τραγουδούσε άλλοτε, προστέθηκαν τώρα μερικοί εκκεντρικοί ξένοι, κυρίως Άγγλοι, και κάμποσοι νεαροί επαναστατημένοι διανοούμενοι και καλλιτέχνες, αστοί και μικροαστοί --"βλαστοί καλών οικογενειών με κακή φήμη" κατά την έκφραση της Νάτας Μελά, που είχαν πάρει τον κατήφορο ανεβαίνοντας τη στενή σκάλα του "Μάριου" στην Ομόνοια, και που τραγουδούσαν τώρα τα ρεμπέτικα από ανάποδο σνομπισμό, διανοητικό μαζοχισμό ή και από γνήσιο επαναστατικό πνεύμα. Δεν ξέρω πότε ακριβώς έγινε το πήδημα απ’ την οιονεί παρανομία στην κοινωνική καθιέρωση. Ξέρω μόνο ότι μια εποχή το να τραγουδάς ρεμπέτικα έκανε πολλά φρύδια να ορθώνονται, το χωροφύλακα να σε βλέπει με μισό μάτι, διόλου περίεργο αφού και συ ο ίδιος ένιωθες λιγάκι "εκτός Νόμου". Η στρατιωτική περίπολος περνούσε απ' τα μπουζουκτσίδικα και μάζευε ναύτες και φαντάρους που χόρευαν ζεϊμπέκικο ή τσιφτετέλι.
"Η μελλοντική καταστροφή, η οποία προήλθε αφ’ ενός από τη δισκογραφία (που όταν αναπτύχθηκε ραγδαία ζήτησε εν ονόματι του κέρδους μεγάλη ποσότητα καινούργιων τραγουδιών αδιαφορώντας για τις τραυματικές αλλοιώσεις της φυσιογνωμίας του είδους) αφ’ ετέρου από τον "εξευγενισμό" και την "ανανέωση" του είδους μέσα από τον ψευδεπίγραφο και προσβλητικό όρο "αρχοντορεμπέτικο" (που αποτελούσε την εκδίκηση των άλλοτε «ορκισμένων εχθρών» του «ρεμπέτικου», οι οποίοι κατάφεραν να εμφυτεύσουν στοιχεία από την ευρωπαϊκή τους ημιμάθεια και έτσι να το δηλητηριάσουν εκ του ασφαλούς, είτε με ωμή κακογουστιά είτε με διακοσμητικά συναισθήματα είτε -η συνηθέστερη των περιπτώσεων - και με τα δύο μαζί...."
Νεοέλληνες αστοί και τουρίστες, "θαυμάζοντας τα πνευματικά προϊόντα δεκαετιών ολόκληρων οικονομικής αθλιότητας και κοινωνικής αδικίας κολάκευαν το λαό, και με τη σειρά τους γινόταν αντικείμενο χαζέματος απ’ το λαό, και πρότυπο προς μίμηση. Στον ορίζοντα διαγραφόταν καθαρά η κοινωνία της αφθονίας, και μαζί μ’ αυτήν ο εκχυδαϊσμός κι η εκπόρνευση των πάντων. Με τη συνεργία μερικών καλοπροαίρετων καλλιτεχνών και πολλών ασυνείδητων εκμεταλλευτών της λαϊκής ψυχής, έλαβε χώρα μπροστά στα μάτια μας μια αριστοτεχνική ληστεία: του δικαιώματος του λαού να κλαίει τουλάχιστο τη μοίρα του. Ή μήπως έχουν εκλείψει στο μεταξύ οι λόγοι που τον έκαναν να κλαίει; Ποιος ξέρει.
Τα ρεμπέτικα πάντως έχασαν την αιχμή τους, έγιναν κι αυτά με τη σειρά τους σαν τα κατοχικά τανγκό. Πιο ελληνικά βέβαια -όταν δε νοθεύονται με Μεσανατολίτικα ή Ινδικά στοιχεία- αλλά δεν είναι πια τα πρώτα ρεμπέτικα. Δε μιλάνε πια για κοινωνικές αδικίες, ούτε για τα φαρμάκια της ζωής. Δε διαμαρτύρονται-καταφάσκουν. Μόνο για τα φαρμάκια της ξενιτιάς δεν έχουν πάψει εντελώς να μιλάνε ακόμα, πράμα με βαθιά σημασία, αφού η μετανάστευση είναι το πια το μόνο είδος φυγής απ’ την πραγματικότητα που επιτρέπεται, όταν δεν επιβάλλεται. Τα τραγούδια λοιπόν εκείνα που είχαν καταφέρει για ένα διάστημα να γίνουν τα μέσα έκφρασης της διαμαρτυρίας ενός ολόκληρου λαού εναντίον της πάσης φύσεως εκμεταλλευτών του, συνθέτονται τώρα σύμφωνα με πλουτοκρατικές μεθόδους μαζικής παραγωγής απ’ τους ίδιους τους εκμεταλλευτές ή χρηματοδοτούνται απ’ αυτούς προς κατανάλωση απ’ το λαό. Κι ο λαός που δεν καταλαβαίνει, που χόρτασε λιγάκι τα τελευταία χρόνια, κι’ επειδή χόρτασε, φαντάστηκε πως πλούτισε- τα τραγουδάει. Το πράμα είναι πολύ ενδιαφέρον από κοινωνικοπολιτικής άποψη. Μα δεν είμαι ούτε πολιτικός, ούτε επαγγελματίας μεταρρυθμιστής. Μόνο το αισθητικό αποτέλεσμα όλης αυτής της φάρσας έχω κάποια αρμοδιότητα να κρίνω. Κι είναι αξιοθρήνητο".

 

Πολλοί πιστεύουν ότι το ρεμπέτικο πέθανε. "Όπως το ψάρι, όταν βγει απ' το νερό", λέει ο Χατζηδάκης. Τι συμβαίνει όμως στα υπόλοιπα ψάρια, όταν τα νερά θολώνουν πάλι; Η έκφραση δυσφορίας μιας κοινωνίας ανθρώπων που περιθωριοποιούνται, ευνουχίζεται δια της περιέξεως κι απλά πεθαίνει, όταν οι συνθήκες που τη δημιουργούν συντηρούνται;

Μάνα μου ελλάς, από την ταινία ρεμπέτικο (1983)
Ααμάν, Δεν έχω σπίτι πίσω για να ρθω/ ούτε κρεβάτι για να κοιμηθώ/ δεν έχω δρόμο ούτε γειτονιά/ να περπατήσω μια Πρωτομαγιά/ Τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα/ μου τα πες με το πρώτο σου το γάλα/ Μα τώρα που ξυπνήσανε τα φίδια/ εσύ φοράς τα αρχαία σου στολίδια/ και δε δακρύζεις ποτέ σου μάνα μου Ελλάς/ που τα παιδιά σου σκλάβους ξεπουλάς/ Τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα/ μου τα πες με το πρώτο σου το γάλα/ Μα τότε που στη μοίρα μου μιλούσα/ είχες ντυθεί τα αρχαία σου τα λούσα/ και στο παζάρι με πήρες γύφτισα μαϊμού/ Ελλάδα Ελλάδα μάνα του καημού/ Τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα/ μου τα πες με το πρώτο σου το γάλα/ Μα τώρα που η φωτιά φουντώνει πάλι/ εσύ κοιτάς τα αρχαία σου τα κάλλη/ και στις αρενες του κόσμου μάνα μου Ελλάς/ το ίδιο ψέμα πάντα κουβαλάς/ Ααμάν, Δεν έχω άγιο για να προσκυνώ/ ούτε καντήλι σ' άδειο ουρανό.
l1-gk για τα Βαλκανικά ΚαταΣτρώματα
25.V.2010

No comments: